Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόϑεν ἔφυσαν

См. также в других словарях:

  • πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»